- καραϊβικός
- -ή, -ό και καραβικός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καραΐβες2. φρ. α) «Καραϊβική Θάλασσα» — η θάλασσα τών Αντιλώνβ) «Καραϊβικά Νησιά» — οι μικρές Αντίλεςγ) «καραϊβικές γλώσσες» — γλώσσες που μιλιούνται στην Κεντρική και Νότια Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carib-be-an < αραουακιανό carib «δυνατός, γενναίος άνδρας»Βλ. και κανίβαλος].
Dictionary of Greek. 2013.